- μεταδιδάσκω
- (αόρ. μετεδίδαξα) μετ. переучивать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεταδιδάσκω — (Α μεταδιδάσκω) διδάσκω κάποιον άλλα, διαφορετικά από αυτά που έχει διδαχθεί αρχ. 1. κάνω κάποιον να αλλάξει ιδέες με τη διδασκαλία μου, προσηλυτίζω, μεταπείθω 2. παθ. μεταδιδάσκομαι α) μαθαίνω κάτι καινούργιο εγκαταλείποντας αυτό που έμαθα πριν… … Dictionary of Greek
διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… … Dictionary of Greek